καλοσκαμνίζω

καλοσκαμνίζω
βάζω κάποιον να καθίσει στο καλό σκαμνί, τού δίνω την πρωτοκαθεδρία, τόν υποδέχομαι με φιλοφροσύνη, με τιμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + σκαμνί με επίδραση τού καθίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”